Εβίτα Κατσιμίχα
Έχω σταματήσει να βλέπω ειδήσεις εδώ και εβδομάδες. Μπορεί να είναι και αποφυγή, αλλά βοηθάει στην ψυχική μου ηρεμία. Επιλέγω να διαβάζω, με την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να είμαι ενεργητικός δέκτης της πληροφορίας. Ακόμα και έτσι όμως, διαβάζεις τους τίτλους και μιλούν για αριθμούς που στην αρχή ήταν δεκάδες, έγιναν εκατοντάδες και γίνονται χιλιάδες. Βλέπεις εικόνες σκληρές, γιατί η είδηση συνοδεύεται από φωτογραφία, εικόνες να δείχνουν πρόχειρους ομαδικούς τάφους, κηδείες του πενταλέπτου, ιστορίες που μεταφέρουν τον πόνο – σωματικό και ψυχικό. Ως θετικό νέο υπολογίζεται η ημερήσια μείωση της εκατοντάδας.
Έχω σταματήσει να βλέπω ειδήσεις εδώ και εβδομάδες. Μπορεί να είναι και αποφυγή, αλλά βοηθάει στην ψυχική μου ηρεμία. Επιλέγω να διαβάζω, με την ψευδαίσθηση ότι μπορώ να είμαι ενεργητικός δέκτης της πληροφορίας. Ακόμα και έτσι όμως, διαβάζεις τους τίτλους και μιλούν για αριθμούς που στην αρχή ήταν δεκάδες, έγιναν εκατοντάδες και γίνονται χιλιάδες. Βλέπεις εικόνες σκληρές, γιατί η είδηση συνοδεύεται από φωτογραφία, εικόνες να δείχνουν πρόχειρους ομαδικούς τάφους, κηδείες του πενταλέπτου, ιστορίες που μεταφέρουν τον πόνο – σωματικό και ψυχικό. Ως θετικό νέο υπολογίζεται η ημερήσια μείωση της εκατοντάδας.
Σκέφτομαι, τι αντανακλούν οι αριθμοί; «90.000 άνθρωποι για τους οποίους τουλάχιστον 2 άτομα θρηνούν μας κάνει 180.000», μια αδρή εκτίμηση και ο αριθμός εκτοξεύεται σε εκατοντάδες χιλιάδες. Εκατοντάδες χιλιάδες ζωές ανθρώπων που επηρεάζονται από μια δραματική κατάσταση. Μέσα στο μυαλό μου τριγυρίζει η σκέψη του να μην πρόλαβες ή να μην μπορούσες να πεις αντίο.
Η ιδέα του θανάτου πάντα με έκανε να σκέφτομαι πιο έντονα αυτούς που μένουν, αυτούς που μαθαίνουν την είδηση. Πιθανόν όλο αυτό να ανακινεί και δικά μου συναισθήματα από τις εμπειρίες μου. Στο μυαλό μου όμως δημιουργούνται εικόνες όπου τα νέα αντηχούν στην άλλη άκρη ενός τηλεφώνου, στις ειδήσεις, σε λόγια πίσω από μάσκες με 2 μέτρα απόσταση και δάκρυα να μουσκεύουν τα σεντόνια, τα μάγουλα και όχι τα χέρια ή τα ρούχα κάποιου. Πόσο ανακουφιστική είναι η αγκαλιά κάποιου. Ακόμα και αυτό, το αυτονόητο έχει καταρρεύσει για κάποιους που έχασαν τους δικούς τους, αλλά κινδυνεύει και γι’ αυτούς που φοβούνται για τους δικούς τους. Και μέσα σε όλο αυτό σκέφτομαι «πόσο δεδομένο παίρνουμε το να μπορούμε να λέμε αντίο, πόση ανάγκη υπάρχει μέσα μας για να κάνουμε ένα κλείσιμο, πόσος πόνος να μην μπορείς να αποχαιρετήσεις τον σύντροφο της ζωής σου, τον γονιό σου, τον φίλο σου σε αυτή την ύστατη στιγμή».
Κλείνω την εφημερίδα, ψάχνω μέσα μου να βρω τα ψυχικά αποθέματα που θα μου ξαναδώσουν ελπίδα και υπενθυμίζω στον εαυτό μου: Να νιώθεις τυχερή για τις ζεστές αγκαλιές που σε κρατούσαν σε δυσάρεστα νέα, να νιώθεις ευγνώμων για τα αντίο που κατάφερες να πεις και γι’ αυτά που αναπόφευκτα θα πεις, γιατί είχες τον χρόνο να τα πεις και να θρηνήσεις. Όταν κάποια στιγμή θα περάσει όλο αυτό να νιώθεις γεμάτη, ακόμα και για τα μικρά. Να θυμίζεις στον εαυτό σου να ζεις εφήμερα και να «αφουγκράζεσαι» κάθε στιγμή, ευχάριστη ή δυσάρεστη.
Η ιδέα του θανάτου πάντα με έκανε να σκέφτομαι πιο έντονα αυτούς που μένουν, αυτούς που μαθαίνουν την είδηση. Πιθανόν όλο αυτό να ανακινεί και δικά μου συναισθήματα από τις εμπειρίες μου. Στο μυαλό μου όμως δημιουργούνται εικόνες όπου τα νέα αντηχούν στην άλλη άκρη ενός τηλεφώνου, στις ειδήσεις, σε λόγια πίσω από μάσκες με 2 μέτρα απόσταση και δάκρυα να μουσκεύουν τα σεντόνια, τα μάγουλα και όχι τα χέρια ή τα ρούχα κάποιου. Πόσο ανακουφιστική είναι η αγκαλιά κάποιου. Ακόμα και αυτό, το αυτονόητο έχει καταρρεύσει για κάποιους που έχασαν τους δικούς τους, αλλά κινδυνεύει και γι’ αυτούς που φοβούνται για τους δικούς τους. Και μέσα σε όλο αυτό σκέφτομαι «πόσο δεδομένο παίρνουμε το να μπορούμε να λέμε αντίο, πόση ανάγκη υπάρχει μέσα μας για να κάνουμε ένα κλείσιμο, πόσος πόνος να μην μπορείς να αποχαιρετήσεις τον σύντροφο της ζωής σου, τον γονιό σου, τον φίλο σου σε αυτή την ύστατη στιγμή».
Κλείνω την εφημερίδα, ψάχνω μέσα μου να βρω τα ψυχικά αποθέματα που θα μου ξαναδώσουν ελπίδα και υπενθυμίζω στον εαυτό μου: Να νιώθεις τυχερή για τις ζεστές αγκαλιές που σε κρατούσαν σε δυσάρεστα νέα, να νιώθεις ευγνώμων για τα αντίο που κατάφερες να πεις και γι’ αυτά που αναπόφευκτα θα πεις, γιατί είχες τον χρόνο να τα πεις και να θρηνήσεις. Όταν κάποια στιγμή θα περάσει όλο αυτό να νιώθεις γεμάτη, ακόμα και για τα μικρά. Να θυμίζεις στον εαυτό σου να ζεις εφήμερα και να «αφουγκράζεσαι» κάθε στιγμή, ευχάριστη ή δυσάρεστη.
“Αύριο”, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ. Να ‘σαι τόσο πρόσκαιρος, και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια.
Τάσος Λειβαδίτης (1960)
Τάσος Λειβαδίτης (1960)